- καταστάζει
- καταστάζωshedpres ind mp 2nd sgκαταστάζωshedpres ind act 3rd sgκαταστάζωshedpres ind mp 2nd sgκαταστάζωshedpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστάζω — (AM) (για υγρό) σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες («βωμὸς Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος», Ευρ.) αρχ. 1. αφήνω κάποιο υγρό να πέσει σε σταγόνες 2. (για νόσο) βγάζω υγρό 3. (για υγρό) υγραίνω κάτι … Dictionary of Greek